Banquet Speech of Selma Lagerlöf
Ο λόγος του συμποσίου της Selma Lagerlöf
Ο λόγος της Selma Lagerlöf στο Συμπόσιο για το Νόμπελ στο Grand Hôtel, στη Στοκχόλμη, 10 Δεκεμβρίου 1909 (Από αγγλική μετάφραση του πρωτότυπου στα Σουηδικά).
Λίγες μέρες νωρίτερα καθόμουν στο τρένο, με προορισμό τη Στοκχόλμη. Ήταν νωρίς το βράδυ, υπήρχε λιγοστό φως στο βαγόνι μου και απολύτως κανένας έξω. Οι συνεπιβάτες μου έπαιρναν τον υπνάκο τους στην αντίστοιχη γωνιά τους, και ήμουν πολύ ήσυχη, ακούγοντας το κροτάλισμα του τρένου.
Και τότε άρχισα να σκέφτομαι όλες τις άλλες φορές που είχα έρθει στη Στοκχόλμη. Είχα συνήθως να κάνω κάτι δύσκολο – να περάσω από εξετάσεις ή να βρω εκδότη για τα γραπτά μου. Και τώρα ερχόμουν για να πάρω ένα Βραβείο στη Λογοτεχνία. Αυτό, επίσης, σκεφτόμουν ότι θα ήταν δύσκολο.
Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτού του φθινοπώρου είχα μείνει στο παλιό μου σπίτι στο Varmland σε απόλυτη μοναξιά, και τώρα έπρεπε να παρουσιαστώ μπροστά σε τόσο κόσμο. Είχα γίνει ντροπαλή στη φασαρία της ζωής μέσα στη μοναχική μου απόσυρση και ήμουν φοβισμένη στη σκέψη του να αντιμετωπίσω τον κόσμο.
Βαθιά μέσα μου, πάντως, υπήρχε μια καταπληκτική χαρά για να πάρω αυτό το Βραβείο, και προσπάθησα να αποβάλλω το άγχος μου με το να σκέφτομαι αυτούς που θα χαίρονταν με την καλή μου τύχη. Ήταν οι καλοί μου φίλοι, οι αδελφοί και οι αδελφές μου και, πρώτα και κύρια, η ηλικιωμένη μητέρα μου η οποία, παρέμεινε στο σπίτι, και ήταν ευτυχισμένη που έζησε για να δει αυτή τη μέρα.
Μα τότε σκέφτηκα τον πατέρα μου και ένιωσα μια βαθιά θλίψη που δεν ήταν πια ζωντανός, και ότι δεν μπορούσα να πάω σ’ εκείνον και να του πω ότι βραβεύτηκα με το Βραβείο Νόμπελ. Ήξερα ότι κανείς δε θα’ ταν πιο ευτυχισμένος από κείνον αν το άκουγε. Δεν έχω ποτέ γνωρίσει κανέναν που να έχει τέτοια αγάπη και σεβασμό για τη γραφή και τους δημιουργούς της, και εύχομαι να μπορούσε να είχε μάθει ότι η Σουηδική Ακαδημία μου έχει απονείμει αυτό το σημαντικό Βραβείο. Ναι, ήταν μεγάλη θλίψη για μένα που δεν μπορούσα να του το πω.
Μα τότε σκέφτηκα τον πατέρα μου και ένιωσα μια βαθιά θλίψη που δεν ήταν πια ζωντανός, και ότι δεν μπορούσα να πάω σ’ εκείνον και να του πω ότι βραβεύτηκα με το Βραβείο Νόμπελ. Ήξερα ότι κανείς δε θα’ ταν πιο ευτυχισμένος από κείνον αν το άκουγε. Δεν έχω ποτέ γνωρίσει κανέναν που να έχει τέτοια αγάπη και σεβασμό για τη γραφή και τους δημιουργούς της, και εύχομαι να μπορούσε να είχε μάθει ότι η Σουηδική Ακαδημία μου έχει απονείμει αυτό το σημαντικό Βραβείο. Ναι, ήταν μεγάλη θλίψη για μένα που δεν μπορούσα να του το πω.
Οποιοσδήποτε έχει κάνει ποτέ σε τρένο καθώς τρέχει μέσα στη σκοτεινή νύχτα θα ξέρει ότι κάποιες φορές τα λεπτά κυλούν αργά καθώς τα βαγόνια γλιστρούν μαλακά χωρίς πολύ φόβο. Όλα τα φρου - φρου και η φασαρία σταματούν και ο ήχος από τους τροχούς γίνεται μια κατευναστική, και γαλήνια μελωδία.. Τα βαγόνια φαίνεται να μην τρέχουν πια πάνω στις ράγες και τα βαγόνια δε γλιστρούν παρά στο χώρο. Λοιπόν, έτσι ήταν καθώς καθόμουν εκεί και σκεφτόμουν πόσο θα ήθελα να δω τον ηλικιωμένο πατέρα μου ξανά. Τόσο φωτισμένη και αθόρυβη ήταν η κίνηση του τρένου που μόλις και μπορούσα να φανταστώ ότι ήμουν στη γη. Και έτσι ξεκίνησα να ονειροπολώ: «Απλά σκέψου, αν θα συναντούσα τον Πατέρα μου στον Παράδεισο! Φαίνεται ότι έχω ακούσει να συμβαίνουν τέτοια πράγματα σε άλλους ανθρώπους – γιατί, τότε, όχι και σ’ εμένα;». Το τρένο συνέχισε να γλιστρά αλλά είχε μακρύ δρόμο να διανύσει ακόμα, και οι σκέψεις μου έτρεχαν μπροστά απ’ αυτό. Ο πατέρας μου σίγουρα θα καθόταν σε μια κουνιστή πολυθρόνα σε μια βεράντα, με κήπο γεμάτο λιακάδα και λουλούδια και πουλιά μπροστά του. Θα διαβάζει Fritjofs saga, φυσικά, αλλά όταν με δει θα κατεβάσει το βιβλίο του, θα τραβήξει τα γυαλιά του ψηλά πάνω στο κούτελό του, και θα σηκωθεί και θα περπατήσει προς το μέρος μου. Θα πει, «Καλημέρα, κόρη μου, είμαι πολύ χαρούμενος που σε βλέπω», ή «Γιατί είσαι εδώ και πώς είσαι παιδί ,μου», ακριβώς όπως συνήθιζε να λέει πάντα.
Θα βολευτεί πάλι πίσω στην κουνιστή του πολυθρόνα και μόνο τότε θα αρχίσει να αναρωτιέται γιατί έχω πάει να τον δω. «Είσαι σίγουρη ότι δε χάνω κάτι;» θα ρωτήσει ξαφνικά. «Όχι, Πατέρα, όλα είναι καλά», θα απαντήσω. Αλλά τότε, τη στιγμή που θα είμαι έτοιμη να του ανακοινώσω τα νέα θα αποφασίσω να μην τα αποκαλύψω λίγο ακόμα και να δοκιμάσω την έμμεση προσέγγιση «Έχω έρθει για να ζητήσω τη συμβουλή σου, Πατέρα», θα πω, «γιατί έχω ένα βαρύ χρέος».
«Πολύ φοβάμαι ότι δε θα μπορέσω να σε βοηθήσω και πολύ γι’ αυτό το ζήτημα», θα απαντήσει ο Πατέρας. «Κάποιος μπορεί να πει γι αυτό το μέρος ότι, όπως άλλες εκτάσεις στο Värmland, έχει τα πάντα εκτός από λεφτά».
«Α, μα δεν είναι λεφτά που χρωστώ, Πατέρα» «Μα αυτό είναι ακόμα χειρότερο», θα πει ο Πατέρας. «Να ξεκινάς σωστά από την αρχή κόρη».
«Δε ζητάω να κάνεις πολλά για να βοηθήσεις, Πατέρα, γιατί ήταν όλα δικός σου λάθος ευθύς εξαρχής. Θυμάσαι πώς συνήθιζες να παίζεις το πιάνο και να τραγουδάς τα τραγούδια του Bellman σε μας τα παιδιά και με ποιο τρόπο, τουλάχιστον δύο φορές κάθε χειμώνα, μας άφηνες να διαβάζουμε Tegnér και Runeberg και Andersen? Ήταν τότε που ενέπεσα στο χρέος. Πατέρα, πώς θα μπορέσω ποτέ να τους το ξεπληρώσω που με δίδαξαν να αγαπώ τα παραμύθια και τα έπη των ηρώων, τη γη στην οποία ζούμε και όλη τη ζωή μας, σε όλη της την αθλιότητα και τη δόξα;»
Ο Πατέρας θα ορθωθεί στην κουνιστή του πολυθρόνα και θα αποκτήσει ένα υπέροχο βλέμμα στα μάτια του. «Είμαι χαρούμενος που σε έβαλα σ’ αυτό το χρέος», θα πει. «Ναι, μπορεί να έχεις δίκιο Πατέρα, Όμως θυμήσου πως δεν είναι μονάχα αυτό. Σκέψου πόσους πιστωτές έχω. Σκέψου αυτούς τους φτωχούς, άστεγους περιπλανώμενους που ταξίδευαν πάνω κάτω στο Värmland όταν ήσουν νέος, κάνοντας τον καραγκιόζη και τραγουδώντας όλα αυτά τα τραγούδια. Τι χρωστάω σ’ αυτούς, στις αταξίες τους και στις τρελές φάρσες τους! Και οι ηλικιωμένοι άντρες και γυναίκες που κάθονταν στα μικρά γκρίζα χωριατόσπιτά τους καθώς ένας ξεπηδούσε από το δάσος, λέγοντάς μου υπέροχες ιστορίες για πνεύματα του νερού και για ξωτικά και μαγεμένες παρθένες που παρασύρονταν στα βουνά. Ήταν εκείνοι που με δίδαξαν ότι υπάρχει ποίηση στους σκληρούς βράχους και στα μαύρα δάση. Και σκέψου, Πατέρα, όλους αυτούς τους χλωμούς, με τα κούφια μάγουλα μοναχούς και καλόγριες στα σκοτεινά τους μοναστήρια , τα οράματα που έβλεπαν και τις φωνές που άκουγαν. Έχω δανειστεί από το θησαυρό των θρύλων τους. Και οι δικοί μας χωρικοί που πήγαν στην Ιερουσαλήμ – δεν τους χρωστώ τίποτα που μου έδωσαν τέτοια ένδοξα κατορθώματα για να γράψω γι’ αυτά; Και δεν είμαι υπόχρεη μόνο στους ανθρώπους, αλλά και σε όλη τη φύση επίσης. Τα ζώα που περπατούν στη γη, τα πουλιά στον ουρανό, τα δέντρα και τα λουλούδια, μου’ χουν πει όλα κάποια από τα μυστικά τους».
Ο Πατέρας θα χαμογελάσει και θα κουνήσει το κεφάλι του και δε θα φαίνεται καθόλου ανήσυχος. «Μα δεν καταλαβαίνεις, Πατέρα, ότι κουβαλώ ένα πολύ μεγάλο βάρος χρέους;» θα πω, και θα φαίνομαι όλο και πιο σοβαρή. Κανένας στη γη δεν ξέρει πώς θα μπορέσω να το ξεπληρώσω αυτό, αλλά σκέφτηκα ότι εσύ, στον Παράδεισο, θα ήξερες». «Ξέρουμε», θα πει ο Πατέρας και θα είναι τόσο ξέγνοιαστος και χαλαρός όσο ήταν πάντα. «Μη φοβηθείς ποτέ παιδί μου, υπάρχει θεραπεία για το πρόβλημά σου».
«Ναι, Πατέρα, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Έχω επίσης ένα βαρύ χρέος σε αυτούς που έχουν διαμορφώσει και πλάσει τη γλώσσα μας για να είναι ένα καλό όργανο, και με δίδαξαν να τη χρησιμοποιώ. Και στη συνέχεια, δεν έχω χρέος σ’ εκείνους που έχουν γράψει πρόζα και στίχο πριν την εποχή τη δική μου, που έχουν μετατρέψει το γράψιμο σε τέχνη, τους λαμπαδηδρόμους και τους ιχνηλάτες; Οι μεγάλοι Νορβηγοί, οι μεγάλοι Ρώσοι που έγραψαν όταν ήμουν παιδί, δεν τους έχω χιλιάδες χρέη; Αν δεν είχα ζήσει στην εποχή στην οποία η λογοτεχνία της χώρας μου έχει φτάσει στο υψηλότερο σημείο της, να παρατηρώ τους μαρμάρινους αυτοκράτορες του Rydberg(http://en.wikipedia.org/wiki/Viktor_Rydberg), τον κόσμο της ποίησης του Snoilsky(http://en.wikipedia.org/wiki/Carl_Snoilsky), τους λόφους του Strindberg(http://en.wikipedia.org/wiki/August_Strindberg), την αγροτιά του Geijerstam(http://en.wikipedia.org/wiki/Gustaf_af_Geijerstam), τους σύγχρονους άντρες της Anne-Charlotte Edgren(http://en.wikipedia.org/wiki/Anne_Charlotte_Leffler) και της Ernst Ahlgren(http://www.gutenberg.org/ebooks/15703), την Ανατολή του Heidenstam(http://en.wikipedia.org/wiki/Verner_von_Heidenstam) τη Sophie Elkan(http://sv.wikipedia.org/wiki/Sophie_Elkan), που επανέφερε την ιστορία στη ζωή, το Fröding(http://en.wikipedia.org/wiki/Gustaf_Fr%C3%B6ding) και τα παραμύθια του για τις πεδιάδες του Värmland, τους μύθους του Levertin(http://sv.wikipedia.org/wiki/Oscar_Levertin), το Thanatos του Hallström(http://en.wikipedia.org/wiki/Per_Hallstr%C3%B6m), και τα σκίτσα της Dalecarlia του Karlfeldt(http://en.wikipedia.org/wiki/Erik_Axel_Karlfeldt), και πολλοί άλλοι που ήταν νέοι και καινούριοι, όλοι αυτοί τροφοδότησαν τη φαντασία μου, με οδήγησαν στο να ανταγωνιστώ και να κάνω τα ονειρά μου να φέρουν καρπούς-δεν τους χρωστώ τίποτα;».
«Ναι, ναι», θα πει ο πατέρας. «Έχεις δίκιο, το δικό σου είναι ένα βαρύ χρέος αλλά, να μη φοβάσαι ποτέ, θα βρούμε ένα τρόπο».
«Δε νομίζω, Πατέρα, πως στ’ αλήθεια καταλαβαίνεις πόσο δύσκολο είναι για μένα. Δεν αντιλαμβάνεσαι ότι έχω χρέος και προς τους αναγνώστες μου. Τους χρωστάω τόσα πολλά – από τον ηλικιωμένο βασιλιά και το νεότερό του γιο, που με έστειλαν στα περιπλανήσεις της μαθητείας μου πέρα από το Βορρά στους μικρούς μαθητές που γράφουν με ορνιθοσκαλίσματα ένα γράμμα ευχαριστίας για το Nils Holgersson. Τι θα είχα απογίνει αν κανένας δεν ήθελε να διαβάσει τα βιβλία μου; Και μην ξεχνάς όλους αυτούς που έχουν γράψει για’ μένα. Θυμήσου το διάσημο Δανό κριτικό που, με λίγες λέξεις, μου κέρδισε φίλους σε όλη τη Δανία! Κι αυτός που μπορεί να ανακατέψει χολή με αμβροσία με μια πολύ έντεχνη μόδα από οποιονδήποτε στη Σουηδία δεν το είχε κάνει ποτέ πριν την εποχή του. Τώρα είναι νεκρός. Σκέψου όλους αυτούς στις ξένες χώρες που έχουν δουλέψει για μένα. Τους οφείλω ευγνωμοσύνη, Πατέρα, και για τον έπαινό τους και για την επίκρισή τους».
«Ναι, ναι», θα πει ο Πατέρας, και θα τον δω να φαίνεται λιγότερο ήρεμος. Σίγουρα θα αρχίσει να καταλαβαίνει ότι δε θα είναι εύκολο να με βοηθήσει.
«Θυμήσου όλους που με έχουν βοηθήσει Πατέρα!» θα πω. «Σκέψου τον πιστό φίλο μου τον Esselde, που προσπάθησε να ανοίξει πόρτες για μένα όταν κανένας δεν τολμούσε να πιστέψει σε μένα. Σκέψου άλλους που έχουν νοιαστεί για μένα και προστάτεψαν τη δουλειά μου! Σκέψου τον καλό μου φίλο και συνταξιδιώτη, που όχι μόνο με πήγε νότια και μου έδειξε όλες τις δόξες της τέχνης αλλά έκανε και την ίδια τη ζωή πιο χαρούμενη και πιο φωτεινή για μένα. Όλη η αγάπη που έχει έρθει σε μένα, οι τιμές, οι διακρίσεις! Δεν καταλαβαίνεις τώρα ότι έπρεπε να έρθω σε σένα για να ρωτήσω πόσο απ’ αυτό το χρέος μπορεί να ξεπληρωθεί;».
Ο Πατέρας έχει κατεβάσει το κεφάλι του και δε δείχνει τόσο γεμάτος με ελπίδες πια.
«Συμφωνώ, Κόρη, δε θα είναι εύκολο να βρω βοήθεια για σένα αλλά, σίγουρα, δεν υπάρχει κάτι άλλο που να χρωστάς σε κάποιον άλλο;»
«Ναι, Πατέρα, είναι αρκετά δύσκολο για μένα να υπομείνω όλα αυτά που χρωστούσα πριν, αλλά το μεγαλύτερο χρέος μου δεν έχει έρθει ακόμα. Γι’ αυτό έπρεπε να έρθω σε σένα για συμβουλές». «Δεν μπορώ να καταλάβω πώς γίνεται να χρωστάς ακόμα περισσότερα», θα πει ο Πατέρας και τότε θα του πω γι’ αυτό.
«Απλά δεν μπορώ να πιστέψω ότι η Ακαδημία…», ο Πατέρας θα πει μα, κοιτώντας με και βλέποντας το πρόσωπό μου θα καταλάβει ότι είναι όλα αλήθεια. Και τότε, κάθε ρυτίδα στο πρόσωπό του θα τρέμει και δάκρυα θα έρθουν στα μάτια του.
Τι θα πω σε εκείνους που έβαλαν το όνομά μου υποψήφιο για το Βραβείο και σε εκείνους που πήραν αυτή την απόφαση – σκέψου, Πατέρα, δεν είναι μόνο τιμή και χρήματα με έχουν εμπιστευτεί. Έχουν δείξει ότι με εμπιστεύονται αρκετά ώστε να με ξεχωρίσουν μπροστά σε όλο τον κόσμο. Πώς να ξεπληρώσω αυτό το χρέος;».
Ο Πατέρας θα κάθεται κι ακόμα καμία λέξη δε θα μπορεί να βγει καθώς σκέφτεται. Έπειτα, αφού στεγνώσουν τα δάκρυα της χαράς από τα μάτια του, θα χτυπήσει τη γροθιά του στο χέρι της κουνιστής πολυθρόνας και θα πει, «Δε θα βασανίσω το μυαλό μου για προβλήματα που κανένας ούτε στον Παράδεισο ούτε στη γη μπορεί να λύσει. Είμαι υπερβολικά χαρούμενος που κέρδισες το Βραβείο Νόμπελ για να ανησυχώ για οτιδήποτε!».
Μεγαλειοτάτοι, Υψηλοτάτη, Κυρίες και Κύριοι – μη έχοντας λάβει καλύτερη απάντηση από αυτήν σε όλες μου τις ερωτήσεις, , το μόνο που απομένει είναι να σας ζητήσω να με συνοδεύσετε στην πρόποση που έχω την τιμή να κάνω στη Σουηδική Ακαδημία.