Τρίτη 31 Μαΐου 2011

GREAT SURVIVING MANUSCRIPTS - ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΔΙΑΣΩΘΕΝΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ

Herculaneum Papyri
Italy
The eruption of Mount Vesuvius in A.D. 79 buried two cities—Pompeii, well known today as an archeological site, and Herculaneum, once a seaside resort for wealthy Romans. In the mid-18th century, workers at Herculaneum discovered more than 1,000 papyrus scrolls that were singed and covered with debris when volcanic mud buried the city. Scholars later determined that Philodemus, a philosopher and poet who was a pivotal figure in the transmission of Greek philosophical ideas to Rome, wrote most of these works.
The Herculaneum Papyri comprise the only extensive library of texts to survive from the classical world. Because the scrolls are extremely fragile, they were left untouched for centuries. But in the 1990s, an international group of scholars began the delicate process of unrolling and interpreting Philodemus' texts, which include his ideas on poetics, rhetoric, and music. The papyri are stored at the National Museum in Naples, Italy.

Οι Πάπυροι του Ερκολάνο
Ιταλία
Η έκρηξη του Βεζούβιου το σωτήριο έτος 79 έθαψε δύο πόλεις  - την Πομπηία, πολύ γνωστή σήμερα ως αρχαιολογικός χώρος και το Ερκολάνο, που ήταν κάποτε παραθαλάσσιος χώρος αναψυχής για τους πλούσιους Ρωμαίους.  Στα μέσα του 18ου αιώνα, εργάτες στο Ερκολάνο ανακάλυψαν περισσότερους από 1.000 παπύρους που ήταν καμένοι και καλυμμένοι με συντρίμμια όταν η ηφαιστειακή λάσπη έθαψε την πόλη.  Οι μελετητές αργότερα προσδιόρισαν ότι ο Φιλόδημος, ένας φιλόσοφος και ποιητής που ήταν κεντρική μορφή στη μετάδοση των ελληνικών φιλοσοφικών ιδεών στη Ρώμη, έγραψε τα περισσότερα από αυτά τα έργα. 
Οι Πάπυροι του Ερκολάνο περιλαμβάνουν τη μοναδική εκτεταμένη βιβλιοθήκη κειμένων που διασώθηκαν από τον κλασσικό κόσμο.  Επειδή οι πάπυροι είναι εξαιρετικά εύθραυστοι, παρέμεναν ανέγγιχτοι για αιώνες.  Αλλά στη δεκαετία του 90, μια διεθνής ομάδα μελετητών ξεκίνησε τη λεπτή διαδικασία του ξετυλίγματος και της μετάφρασης των κειμένων του Φιλόδημου, που περιλαμβάνουν ιδέες για ποιητική, ρητορική και μουσική.  Οι Πάπυροι βρίσκονται στο Εθνικό Μουσείο της Νάπολης, στην Ιταλία.  



Codex Sinaiticus
Egypt
At the foot of Mount Sinai outside Cairo sits a small Greek Orthodox monastery called St. Catherine's, named for the Russian saint. In 1844, the German scholar Constantine Tischendorf visited the monastery, where he discovered more than 300 parchment leaves of the Old Testament and New Testament in Greek dating back to the 4th century. Collectively, these later became known as the Codex Sinaiticus, which constitutes one of the earliest versions of the Greek Bible.
When the Christian monks were unwilling to loan the ancient scrolls to Tischendorf for scholarly study, he appealed to the Russian czar, Alexander II, who wielded power over both the Russian and Greek Orthodox churches. Tischendorf promised Alexander he would turn over the valuable manuscripts to the Russian Orthodox Church after he translated them. The czar ordered the monks, who had guarded the codex for centuries, to give it to Tischendorf, who then went on to translate it. He published his translation in 1862. In 1933, Russia sold the Codex Sinaiticus to the British government, which now houses it in the British National Museum. 

Ο Σιναϊτικός Κώδικας
Αίγυπτος
Στους πρόποδες του Όρου Σινάι έξω από το Κάιρο βρίσκεται ένα μικρό Ελληνικό Ορθόδοξο μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης, και το όνομα δόθηκε από τη Ρωσίδα αγία.  Το 1844, ο Γερμανός μελετητής Constantine Tischendorf επισκέφτηκε το μοναστήρι, όπου ανακάλυψε περισσότερα από 300 φύλλα περγαμηνής της Παλιάς Διαθήκης και της Καινής Διαθήκης στα Ελληνικά που χρονολογούνται πίσω στον 4ο αιώνα.  Συγκεντρωτικά, αυτά αργότερα έγιναν γνωστά ως ο Σιναϊτικός Κώδικας, που αποτελεί μία από τις νεότερες εκδοχές της Ελληνικής Βίβλου. 
Όταν οι Χριστιανοί μοναχοί δεν ήταν πρόθυμοι να δανείσουν τους αρχαίους κυλίνδρους παπύρου στον Tischendorf για επιστημονική μελέτη, έκανε έκκληση στο Ρώσο τσάρο, τον Αλέξανδρο ΙΙ, που άσκησε πίεση και στις δύο και στη Ρώσικη και στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία.  Ο Tischendorf υποσχέθηκε στον Αλέξανδρο ότι θα επέστρεφε τα πολύτιμα χειρόγραφα στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία αφού θα τα μετέφραζε.  Ο τσάρος διέταξε τους μοναχούς, που είχαν διαφυλάξει των κώδικα για αιώνες, να τον δώσουν στο Tischendorf, που τότε ξεκίνησε να τον μεταφράζει.  Εξέδωσε τη μετάφρασή του το 1862.  Το 1933, η Ρωσία πούλησε το Σιναϊτικό κώδικα στη Βρετανική κυβέρνηση, που τώρα τον στεγάζει στο Βρετανικό Εθνικό Μουσείο.  



Madrid Codex
Guatemala
Since its discovery in 1860, the Madrid Codex, named for the city where it was found after hundreds of years of obscurity and where it rests today, has illuminated many mysteries of ancient Mayan culture, religion, and scholarship. A Spanish priest or explorer likely brought the codex to Spain in the 16th century, though no one knows for sure how it arrived in Europe from Guatemala, where it probably originated.
The longest of the existing Maya hieroglyphic manuscripts, the codex contains over 250 almanacs, which describe events of daily life during the 260-day Mesoamerican ritual calendar. Scholars believe the codex may be a 14th- or 15th-century copy of Mayan scholarship from the peak of the civilization's power. The entire Mayan era lasted from roughly 2500 B.C. to A.D. 1500.
The codex's so-called screenfold books, 56 pages in total, are long, double-sided bark pages rich with detailed glyphs painted over a smooth surface of hardened lime paste. Mayan priests or nobility might have used these now fragile manuscripts as personal date-books or registers of the Mayan dynasties. The codex dates to before the Spanish conquest of Mexico and has survived numerous abuses, including more than a thousand years of exposure to tropical weather and, in the 16th century, book burnings by the Spanish clergy.
Only three other Mayan codices remain today. The Dresden and Paris Codices are on display in the cities for which they were named. The fourth codex, the Grolier Codex, is named after the Grolier Club in New York, a bibliographic society that owned the manuscript in the 1970s. 

Ο Κώδικας της Μαδρίτης
Γουατεμάλα
Από την ανεύρεσή του το 1860, ο Κώδικας της Μαδρίτης, που ονομάστηκε έτσι από της πόλη στην οποία βρέθηκε έπειτα από εκατοντάδες χρόνια που ήταν στην αφάνεια κι όπου βρίσκεται σήμερα, έχει φωτίσει πολλά μυστήρια της αρχαίας κουλτούρας των Μάγιας, θρησκευτικά και ευρυμάθειας.  Ένας Ισπανός ιερέας ή εξερευνητής πιθανόν έφερε τον κώδικα στην Ισπανία το 16ο αιώνα, αν και κανείς δεν ξέρει με σιγουριά πώς έφτασε από την Ευρώπη στη Γουατεμάλα, απ’ όπου πιθανότατα προήλθε. 
Το μακροσκελέστερο από τα υπάρχοντα ιερογλυφικά χειρόγραφα των Μάγιας, ο κώδικας περιλαμβάνει περισσότερα από 250 ημερολόγια, που περιγράφουν γεγονότα της καθημερινής ζωής κατά τη διάρκεια των 260 ημερών του Μεσοαμερικάνικου ημερολογίου τελετουργιών.  Οι μελετητές πιστεύουν ότι ο κώδικας μπορεί να είναι ένα αντίγραφο του 14ου ή του 15ου αιώνα της πνευματικής ζωής των Μάγιας από την κορύφωση της πολιτισμικής τους δύναμης.  Η υπόλοιπη περίοδος των Μάγια διήρκησε περίπου από το 2500 π.Χ. ως το σωτήριο έτος 1500.
Τα βιβλία του κώδικα, 56 σελίδες στο σύνολό τους, είναι μεγάλα, διπλής όψης, σελίδες από φλοιό πλούσιες με λεπτομερή  ανάγλυφα ζωγραφισμένα πάνω σε μια στρωτή επιφάνεια σκληρής πάστας από ασβέστη.  Οι ιερείς των Μάγιας ή οι ευγενείς μπορεί να έχουν χρησιμοποιήσει αυτά τα εύθραυστα τώρα χειρόγραφα ως προσωπικά ημερολόγια ή μητρώα των δυναστειών των Μάγιας.  Ο κώδικας χρονολογείται στην περίοδο πριν την Ισπανική κατάκτηση στο Μεξικό και έχει διασωθεί από πολυάριθμες κακομεταχειρίσεις, συμπεριλαμβανομένης της έκθεσης στο τροπικό κλίμα για πάνω από χίλια χρόνια και στο 16ο αιώνα καύσεις βιβλίων από τον Ισπανικό κλήρο. 
Μόνο άλλοι τρεις κώδικες των Μάγιας υπάρχουν σήμερα.  Οι κώδικες της Δρέσδης και του Παρισιού εκτίθενται στις πόλεις από τις οποίες ονομάστηκαν.  Ο τέταρτος κώδικας, ο κώδικας Grolier, ονομάστηκε από το Club Grolier στη Νέα Υόρκη, ένα βιβλιογραφικό σύλλογο που είχε το χειρόγραφο τη δεκαετία του 70.  



Dead Sea Scrolls
Israel
In 1947, a Bedouin shepherd exploring caves near Qumran, a ruin on the northwest shore of the Dead Sea in Israel, discovered a collection of jars containing seven parchment scrolls. The shepherd took the scrolls to a Bethlehem antiques dealer, hoping to make a profit. The dealer bought the scrolls and sold them to the Syrian Orthodox Archbishop of Jerusalem, who collected religious manuscripts on behalf of his church. Within a year of the original find, scholars around the world had heard about the scrolls and flocked to Jerusalem to examine them. When they realized the importance of the collection, they launched an extensive search for more scrolls in the caves surrounding the original find.
Archeologists worked on the Qumran site, which includes 11 caves, until 1956, when the last finds were uncovered there. The parchment scrolls they found, 870 in total, vary in degree of preservation. Some are nearly complete, while only fragments remain of others. Interpreting the scrolls was a painstakingly slow process. Over 40 years passed before scholars made the scrolls' contents available to the public through publications and exhibitions around the world.
The Dead Sea Scrolls hold great religious and historical value, offering glimpses into theological and cultural aspects of life during the time of Jesus. Before the find at Qumran, the oldest known Hebrew Bible dated to around A.D. 1000. Written in Hebrew and Aramaic, the colloquial language of Palestinian Jews during the last two centuries B.C. and the first two centuries A.D., the scrolls are thought to have originated as part of a library that belonged to a Jewish sect known as the Dead Sea Sect. Members of this group hid themselves away in the Qumran caves during the First Jewish Revolt against the Romans in A.D. 66. The scrolls are now on display at the Israel Museum in Jerusalem.

Οι Πάπυροι της Νεκρής Θάλασσας
Ισραήλ
Το 1947, ένας Βεδουίνος βοσκός που εξερευνούσε τις σπηλιές κοντά στο Qumran, ένα ερείπιο στη βορειοδυτική ακτή στη Νεκρή Θάλασσα στο Ισραήλ, ανακάλυψε μια συλλογή από δοχεία που περιείχαν επτά περγαμηνές από πάπυρο.  Ο βοσκός πήρε τους παπύρους σε ένα έμπορο με αντίκες στη Βηθλεέμ, ελπίζοντας να βγάλει κέρδος.  Ο έμπορος αγόρασε τους παπύρους και τους πούλησε στο Σύριο Ορθόδοξο Αρχιεπίσκοπο της Ιερουσαλήμ, που συνέλλεγε θρησκευτικά χειρόγραφα εκ μέρους της εκκλησίας του.  Μέσα σε ένα χρόνο από την αρχική εύρεση, μελετητές απ’ όλο τον κόσμο είχαν ακούσει για τους παπύρους και συνέρρευσαν στην Ιερουσαλήμ για να τους εξετάσουν.  Όταν αντιλήφθηκαν τη σημασία της συλλογής, ξεκίνησαν μια εκτενή αναζήτηση για περισσότερους παπύρους στις σπηλιές που περιέβαλαν το αρχικό εύρημα. 
Οι αρχαιολόγοι δούλεψαν στην τοποθεσία Qumran, που περιλαμβάνει 11 σπηλιές, μέχρι το 1956, όταν τα τελευταία ευρήματα αποκαλύφθηκαν εκεί.  Οι περγαμηνές με τους παπύρους που βρήκαν 870 στο σύνολό τους, ποικίλουν σχετικά με το βαθμό διατήρησής τους.  Μερικοί είναι σχεδόν ολόκληροι, ενώ διασώζονται μόνο κομμάτια από άλλους.  Η ερμηνεία των παπύρων ήταν μια κοπιαστικά αργή διαδικασία.  Πάνω από 40 χρόνια πέρασαν προτού οι μελετητές να θέσουν το περιεχόμενο των παπύρων στη διάθεση του κοινού μέσω δημοσιεύσεων και εκθέσεων σε όλο τον κόσμο. 
Οι Πάπυροι της Νεκρής Θάλασσας έχουν μεγάλη θρησκευτική και ιστορική αξία, προσφέροντας μια ματιά σε θεολογικές και πολιτισμικές πλευρές της ζωής κατά την εποχή του Χριστού.  Πριν το εύρημα στο Qumran, η αρχαιότερη γνωστή Εβραϊκή Βίβλος χρονολογούνταν περίπου στο σωτήριο έτος 1000.  Γραμμένη στα Εβραϊκά και στα Αραμαϊκά,   η ομιλούμενη γλώσσα από τους Εβραίους της Παλαιστίνης κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων προ Χριστού και των δύο πρώτων αιώνων μετά Χριστό, οι πάπυροι πίστευαν ότι προέρχονταν από μια Εβραϊκή σέκτα γνωστή ως η σέκτα της Νεκρής Θάλασσας.  Μέλη αυτής της ομάδας κρυβόντουσαν στις σπηλιές του Qumran κατά της διάρκεια της Πρώτης Εβραϊκής Επανάστασης ενάντια στους Ρωμαίους το σωτήριο έτος 66.  οι πάπυροι τώρα εκτίθενται στο Ισραηλινό Μουσείο της Ιερουσαλήμ.   



Dunhuang Cave documents
China
At the turn of the 20th century, archeologists excavating in caves near a Buddhist temple in Dunhuang discovered a collection of manuscripts. Dunhuang, located in Gansu Province in the far northwest of China, was an important city on the Silk Road, the main trade route between the Roman Empire and China, and no fewer than 15 languages are represented in the collection.
The trove of manuscripts brought out from the Dunhuang caves includes poems, religious texts such as the Buddha's sermons, treatises on psychology and feng shui philosophy, military reports, even prescriptions for arthritis and other ailments. The majority of the Dunhuang materials date from between 100 B.C. and A.D. 1200.
Today, more than a century after the discovery, the texts are popular primary sources for scholarly study all over the world, so much so that "Dunhuang Studies" has emerged as its own research discipline. Experts have dated some of the Dunhuang Cave documents to only 500 years after the Buddha's death, making them among the oldest texts of their kind. The Dunhuang manuscripts are housed in four major institutions: the National Library of China, the British Library, the National Library in France, and the Institute of Oriental Studies in St. Petersburg, Russia. 

Τα έγγραφα στη Σπηλιά Dunhuang
Κίνα
Στη στροφή του 20ου αιώνα, οι αρχαιολόγοι που έκαναν ανασκαφές στις σπηλιές κοντά σε ένα βουδιστικό ναό στο Dunhuang ανακάλυψαν μια συλλογή από χειρόγραφα.  Το Dunhuang, εντοπίζεται στην Επαρχεία Gansu στη μακρινή βορειοδυτική Κίνα, ήταν μια σημαντική πόλη στο δρόμο του μεταξιού, το βασικό εμπορικό δρόμο ανάμεσα στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και την Κίνα, δεν παρουσιάζονται στη συλλογή λιγότερες από 15 γλώσσες. 
Η αποκατάσταση των χειρογράφων που ανασύρθηκαν από τις σπηλιές στο Dunhuang περιλαμβάνει ποιήματα, θρησκευτικά κείμενα όπως τα κηρύγματα του Βούδα, πραγματείες για την ψυχολογία και τη φιλοσοφία του feng shui, στρατιωτικές αναφορές, ακόμα και συνταγές για την αρθρίτιδα και άλλες ασθένειες.  Η πλειοψηφία του υλικού του Dunhuang χρονολογείται ανάμεσα στο 100 π.Χ. και στο 1200 μ.Χ.
Σήμερα, πάνω από έναν αιώνα από την ανεύρεση, τα κείμενα είναι δημοφιλείς πρωταρχικές πηγές για επιστημονική μελέτη σε όλο τον κόσμο, τόσο πολύ που έχουν προκύψει Σπουδές Dunhuang ως αποκλειστικός ερευνητικός τομέας.  Ειδικοί έχουν χρονολογήσει μερικά από τα έγγραφα της σπηλιάς Dunhuang  σε μόνο 500 χρόνια μετά το θάνατο του Βούδα, γεγονός που τα καθιστά ανάμεσα στα αρχαιότερα του είδους τους.  Τα χειρόγραφα του Dunhuang στεγάζονται σε τέσσερα ιδρύματα:  την Εθνική Βιβλιοθήκη της Κίνας, τη Βρετανική Βιβλιοθήκη, την Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας, και το Ινστιτούτο Ανατολικών Σπουδών στην Αγία Πετρούπολη, στη Ρωσία.      



Novgorod Birch Bark Manuscripts and Wax Tablets
Russia
In its medieval heyday, Novgorod, a city situated between St. Petersburg and Moscow, was a center of literacy and literary culture. Most of the city's residents could read and write, and many authors lived and worked there. Since 1932, when excavations began, archeologists have unearthed approximately 1,000 manuscripts in the Novgorod area, and they continue to unearth texts in the area today.
Many of the Novgorod manuscripts are colloquial letters and stories carved into either birch bark scrolls or wax tablets known as tseras. Most of them date from the 11th to the 15th centuries. The soft, smooth textures of birch tree bark and poured wax were easily scratched with a sharp metal, wood, or bone tool functioning as a pen. These readily available writing materials were much less costly than parchment or ink and allowed people of every social class—peasants, artisans, merchants, and so on—to participate in writing.
Topics range from school notes a young boy jotted down in a class to original speeches and letters written by a prominent Novgorod statesman. Because the authors of many of the manuscripts were common citizens rather than the literary elite, their writings provide a rare window into everyday life at the time, and scholars value the collection for this reason in particular. The Novgorod manuscripts are kept as part of an extensive collection of local archeological materials in the city's State United Museum.

Τα χειρόγραφα από σημύδα φλοιών στο Novgorod και τα κέρινα δισκία
Ρωσία
Στη μεσαιωνική του ακμή, το Novgorod, μια πόλη που βρίσκεται ανάμεσα στην Αγία Πετρούπολη και τη Μόσχα, ήταν ένα κέντρο γραμματισμού και λογοτεχνικής κουλτούρας.  Οι περισσότεροι από τους κατοίκους της πόλης μπορούσαν να διαβάζουν και να γράφουν, και πολλοί συγγραφείς έζησαν και εργάστηκαν εκεί.  Από το 1932, όταν άρχισαν οι ανασκαφές, οι αρχαιολόγοι ξέθαψαν περίπου 1,000 χειρόγραφα στην περιοχή του Novgorod, και συνεχίζουν να ξεθάβουν κείμενα στην περιοχή σήμερα.
Πολλά από τα χειρόγραφα στο Novgorod είναι γράμματα της καθομιλουμένης και ιστορίες χαραγμένα είτε σε κυλίνδρους σημύδας φλοιών ή σε κέρινα δισκία γνωστά ως tseras.  Τα περισσότερα από αυτά χρονολογούνται από τον 11ο ως το 15ο αιώνα.  Η απαλή, λεία υφή από τη σημύδα του φλοιού των δέντρων και το χυμένο κερί τα έξυσαν εύκολα με ένα κοφτερό μέταλλο, ξύλο, ή κοκάλινο εργαλείο που λειτουργούσε ως στυλό.  Αυτά τα εύκολα διαθέσιμα υλικά γραφής ήταν πολύ λιγότερο δαπανηρά απ’ ότι η περγαμηνή ή το μελάνι και επέτρεψε στους ανθρώπους κάθε τάξης – χωρικούς, τεχνίτες, εμπόρους και ούτω καθεξής – να μετέχουν στη γραφή. 
Τα θέματα κυμαίνονται από σημειώσεις σχολικές που κράτησε ένα νεαρό αγόρι σε μια τάξη ως και ομιλίες και γράμματα γραμμένα από έναν εξέχοντα δημόσιο λειτουργό του Novgorod.  Επειδή οι συγγραφείς πολλών από τα χειρόγραφα ήταν κοινοί πολίτες περισσότερο παρά λογοτεχνική ελίτ, τα γραπτά τους παρέχουν ένα σπάνιο «παράθυρο» στην καθημερινή ζωή της εποχής και οι μελετητές εκτιμούν τη συλλογή ειδικά για το λόγο αυτό.  Τα χειρόγραφα του Novgorod τα κρατάνε ως μέρος μιας εκτεταμένης συλλογής τοπικού αρχαιολογικού υλικού στο Κρατικό Ενωμένο Μουσείο της πόλης.   



Ellesmere Manuscript
England
Geoffrey Chaucer's Canterbury Tales, written in the Middle Ages, is one of the first English literary works. An entertaining story involving Chaucer and 22 companions, who accompany him on a fictional pilgrimage to Archbishop Thomas Becket's tomb in Canterbury Cathedral, Canterbury Tales has helped rank Chaucer in the minds of many scholars as second only to Shakespeare among English authors.
The Ellesmere Manuscript is one of the earliest surviving manuscripts of the Canterbury Tales. Bound in leather, it is the basis for most editions of this famous work, as it is in excellent condition and is elaborately decorated. (Each tale bears a detailed portrait of the teller at the beginning.) Literary historians believe it was copied less than ten years after Chaucer's death in 1400, making it a particularly valuable record of his work.
The family of the Earl of Ellesmere, a British politician and philanthropist who died in 1857, sold the manuscript in 1917 to a prominent American financier, Henry Huntington, for his personal library. The Ellesmere Manuscript is now held at the Huntington Library in San Marino, California. 

Το Χειρόγραφο του Ellesmere
Αγγλία
Οι Ιστορίες του Καντερμπούρυ, του Geoffrey Chaucer, γραμμένες το Μεσαίωνα, είναι ένα από τα πρώτα αγγλικά λογοτεχνικά έργα.  Μια διασκεδαστική ιστορία που περιλαμβάνει το  Chaucer και 22 συντρόφους. που τον συνοδεύουν σε ένα φανταστικό προσκύνημα στον τάφο του Αρχιεπισκόπου Thomas Becket στον Καθεδρικό Ναό του Καντερμπούρυ, οι Ιστορίες του Καντερμπούρυ έχουν κατατάξει το Chaucer στη συνείδηση πολλών μελετητών δεύτερο μετά το Σαίξπηρ ανάμεσα στους Άγγλους συγγραφείς. 
Το χειρόγραφο του Ellesmere είναι ένα από τα νεότερα χειρόγραφα που έχουν διατηρηθεί από τις Ιστορίες του Καντερμπούρυ.  Δεμένο με δέρμα, είναι η βάση για τις περισσότερες εκδόσεις αυτού του γνωστού έργου, καθώς είναι σε άριστη κατάσταση και είναι περίτεχνα διακοσμημένο.  (Κάθε ιστορία φέρει ένα λεπτομερές πορτρέτο του αφηγητή στην αρχή).  Οι ιστορικοί της λογοτεχνίας πιστεύουν ότι αντιγράφηκε λιγότερο από δέκα χρόνια ύστερα από το θάνατο του Chaucer το 1400, γεγονός που το έκανε εξαιρετικά πολύτιμη καταγραφή του έργου του. 
Η οικογένεια του Κόμη του Ellesmere, ενός Βρετανού πολιτικού και φιλάνθρωπου που πέθανε το 1857, πούλησε το χειρόγραφο το 1917 σε έναν εξέχοντα Αμερικανό οικονομολόγο, το Henry Huntington, για την προσωπική του βιβλιοθήκη.  Το Χειρόγραφο του Ellesmere βρίσκεται τώρα στη βιβλιοθήκη του Huntington, στο Σαν Μαρίνο, στην Καλιφόρνια. 



Codex Leicester
Italy
Leonardo da Vinci, the Renaissance artist, scientist, and thinker, wrote the Codex Leicester in Milan between 1506 and 1510 on 18 loose, double-sided sheets of linen paper. The manuscript is named after Englishman Thomas Coke, the Earl of Leicester, whose family owned it from 1717 to 1980. The codex records Leonardo's thoughts in sepia ink on a variety of topics, from astronomy to hydrology, and it includes dozens of his sketches, drawings, and diagrams. Only 31 of Leonardo's original manuscripts survive today—about a third, scholars believe, of those he likely wrote in his lifetime.
The notebooks are distinctive because they feature rare examples of Leonardo's use of "mirror writing," which he wrote from right to left and backwards. Experts are not sure why Leonardo used mirror writing, which only appears normal in a mirror's reflection. He may have used the technique to prevent others from reading or stealing his ideas or to prevent ink from smudging (he was left-handed). Many experts believe that writing backwards might simply have been more comfortable for him.
In 1994, William H. Gates III, cofounder of the Microsoft Corporation, bought this manuscript for $30.8 million at auction. Leonardo's codex has been on display at numerous museums since Gates purchased it, but it will soon be installed in a climate-controlled vault in Gates' Medina, Washington home. 

Ο Κώδικας Leicester
Ιταλία
Ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι, ο αναγεννησιακός καλλιτέχνης, επιστήμονας και στοχαστής, έγραψε τον Κώδικα Leicester στο Μιλάνο ανάμεσα στο 1506 και 1510 σε 18 χαλαρά, διπλής όψης φύλλα λινού χαρτιού.  Το χειρόγραφο πήρε το όνομά του από τον Άγγλο Thomas Coke, τον Κόμη του Leicester, του οποίου η οικογένεια το είχε στην κατοχή της από το 1717 ως το 1980.  Ο κώδικας καταγράφει τις σκέψεις του Λεονάρντο σε μελάνι σέπια σε μια ποικιλία θεμάτων, από αστρονομία μέχρι υδρολογία και περιλαμβάνει δεκάδες από σκίτσα του, ζωγραφιές και διαγράμματα.  Μόνο 31 από τα αρχικά χειρόγραφα του Λεονάρντο διασώζονται σήμερα – περίπου το ένα τρίτο, οι μελετητές πιστεύουν, από αυτά που πιθανόν έγραψε σε όλη του τη ζωή. 
Τα σημειωματάρια είναι ξεχωριστά γιατί χαρακτηρίζουν σπάνια παραδείγματα της χρήσης από το Λεονάρντο της «καθρεπτικής γραφής», που έγραφε από δεξιά προς αριστερά και ανάποδα.  Οι ειδικοί δεν είναι σίγουροι γιατί ο Λεονάρντο χρησιμοποίησε την καθρεπτική γραφή, που εμφανίζεται κανονική μόνο στην αντανάκλαση του καθρέπτη.  Μπορεί να είχε χρησιμοποιήσει την τεχνική για να αποτρέψει τους άλλους από το να διαβάσουν ή να κλέψουν τις ιδέες του ή να αποτρέψει το μελάνι να κάνει μουτζούρες (ήταν αριστερόχειρας).  Πολλοί ειδικοί πιστεύουν ότι το ανάποδο γράψιμο μπορεί απλά να ήταν πιο βολικό γι’ αυτόν. 
Το 1994, ο William H.Gates III, συνιδρυτής της Εταιρείας Microsoft, αγόρασε το χειρόγραφο για 30,8 εκατομμύρια σε δημοπρασία.  Ο κώδικας του Λεονάρντο έχει εκτεθεί σε διάφορα μουσεία από τότε που το αγόρασε ο Gates, αλλά σύντομα θα τοποθετηθεί σε ένα κλιματικά – ελεγχόμενο θόλο στη Medina, του Gates, στην Ουάσινγκτον.



Gutenberg Bible
Germany
Though this text is not a handwritten manuscript, it holds great value because it is the first book widely printed in the West. In the mid-1450s, Johannes Gutenberg, a German goldsmith, invented a movable-type system that allowed for mechanized production of printed books. The first complete book Gutenberg printed was the Bible, which he ran off his Mainz, Germany press around 1456.
Historians believe Gutenberg printed about 200 copies of the two-volume Bible in the original printing, but today only 48 copies of the text still exist. Just three of these are considered to be in perfect condition, while the rest are only partial copies. After each book came off the printing press, local artisans added large capital letters and decorative flourishes by hand to each book. The result is that no two copies of the Bible are exactly the same.
The Gutenberg Bible marked the beginning of the mass-production of affordable books. Ironically, perfect surviving copies of the Gutenberg Bible are now so costly and rare that they are kept in some of the world's most vaunted institutions. The Library of Congress has one of the complete copies, printed on vellum (a fine-grained animal hide), but visitors may only view it through a thick sheet of protective glass. The other two perfect copies are held in the British National Library.

 
Η Βίβλος του Gutenberg
Γερμανία
Αν και αυτό το κείμενο δεν είναι γραμμένο με το χέρι, είναι μεγάλης αξίας γιατί είναι το πρώτο βιβλίο που τυπώθηκε στη Δύση ευρέως.  Στα μέσα του 1450, ο Johannes Gutenberg, ένας Γερμανός χρυσοχόος, επινόησε ένα κινητού τύπου σύστημα που επέτρεψε την εμπορική παραγωγή τυπωμένων βιβλίων.  Το πρώτο ολοκληρωμένο βιβλίο του Gutenberg που τυπώθηκε ήταν η Βίβλος, που βγήκε από το τυπογραφείο του στο Mainz της Γερμανίας περί το 1456. 
Οι ιστορικοί πιστεύουν ότι ο Gutenberg τύπωσε περίπου 200 αντίγραφα από τη δίτομη Βίβλο στο αρχική εκτύπωση.  Μόνο τρία από αυτά είναι σε τέλεια κατάσταση, ενώ τα υπόλοιπα είναι μόνο κομματιασμένα αντίτυπα.  Έπειτα από την έξοδο κάθε βιβλίου από το πιεστήριο, τοπικοί τεχνίτες προσέθεσαν μεγάλα κεφαλαία γράμματα και διακοσμητικά ποικίλματα με το χέρι σε κάθε βιβλίο.  Το αποτέλεσμα ήταν ότι κανένα από τα δύο αντίτυπα της Βίβλου δεν είναι ακριβώς τα ίδια. 
Η Βίβλος του Gutenberg σημάδεψε την έναρξη της μαζικής παραγωγής προσιτών οικονομικά βιβλίων.  Είναι ειρωνεία το γεγονός ότι τέλεια συντηρημένα αντίτυπα της Βίβλου του Gutenberg είναι τώρα τόσο ακριβά και σπάνια που βρίσκονται σε κάποια από τα πιο περίφημα ιδρύματα του κόσμου.  Η Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου έχει ένα από τα ολοκληρωμένα αντίτυπα, τυπωμένα σε περγαμηνή (ένα λεπτόκοκκο δέρμα ζώου), αλλά οι επισκέπτες μπορούν να το δουν μόνο μέσα από ένα συμπαγές φύλλο προστατευτικού γυαλιού.  Τα άλλα δύο τέλεια αντίτυπα βρίσκονται στη Βρετανική Εθνική Βιβλιοθήκη.