Αυτή είναι η βορειοδυτική Ζιμπάμπουε στις αρχές της δεκαετίας του 80, και επισκέπτομαι ένα φίλο που ήταν δάσκαλος σε ένα σχολείο στο Λονδίνο. Είναι εδώ για να «βοηθήσει την Αφρική», όπως λέγεται. Είναι ένας ευγενής ιδεαλιστής και αυτό που βρήκε σ’ αυτό το σχολείο τον σόκαρε τόσο πολύ ώστε έπαθε κατάθλιψη, από την οποία ήταν πολύ δύσκολο να αναρρώσει. Αυτό το σχολείο είναι όπως κάθε άλλο που είναι χτισμένο μετά την Ανεξαρτησία. Αποτελείται από τέσσερα μεγάλα δωμάτια δίπλα-δίπλα χτισμένα με τούβλα, βαλμένα απευθείας μέσα στη σκόνη, ένα δύο τρία τέσσερα, με το μισό δωμάτιο στο τέλος, που είναι η βιβλιοθήκη. Σε αυτές τις αίθουσες υπάρχουν μαυροπίνακες, αλλά ο φίλος μου κρατάει τις κιμωλίες στην τσέπη του, αλλιώς θα τις έκλεβαν δεν υπάρχει άτλας ή υδρόγειος σφαίρα, κανένα εγχειρίδιο, κανένα βιβλίο ασκήσεων, ή στυλό διαρκείας. Στη βιβλιοθήκη δεν υπάρχουν βιβλία απ' αυτά που αρέσουν στους μαθητές να διαβάζουν, αλλά μόνο τόμοι από Αμερικάνικα πανεπιστήμια, δύσκολο ακόμα και να τους σηκώσει κανείς, «απορρίμματα» από βιβλιοθήκες, ή μυθιστορήματα με τίτλους όπως Σαββατοκύριακο στο Παρίσι και Η Φελίσιτυ βρίσκει την αγάπη.
Υπάρχει μια κατσίκα που προσπαθεί να βρει τροφή στο γερασμένο γρασίδι. Ο διευθυντής έχει καταχραστεί το ταμείο του σχολείου και έχει τεθεί σε διαθεσιμότητα, εγείροντας το ερώτημα οικείο σε όλους μας αλλά συνήθως σε πιο σεβάσμια πλαίσια: Πώς γίνεται κι αυτοί οι άνθρωποι συμπεριφέρονται κατ’ αυτό τον τρόπο όταν γνωρίζουν ότι όλοι τους παρακολουθούν;
Ο φίλος μου δεν έχει καθόλου χρήματα γιατί όλοι, μαθητές και δάσκαλοι, δανείζονται από αυτόν όταν πληρώνεται και δε θα του τα επιστρέψουν ποτέ. Η ηλικία των μαθητών κυμαίνεται από έξι έως είκοσι έξι, γιατί κάποιοι που δεν παρακολούθησαν το σχολείο ως παιδιά είναι εδώ για να καλύψουν αυτό το κενό. Μερικοί μαθητές περπατούν αρκετά μίλια κάθε πρωί, με βροχή ή με ήλιο και διασχίζοντας ποτάμια. Δεν μπορούν να κάνουν προετοιμασία για τα μαθήματα στο σπίτι γιατί δεν υπάρχει ηλεκτρικό στα χωριά, και δεν μπορεί κανείς να μελετήσει εύκολα με το φως από τη φωτιά των ξύλων. Τα κορίτσια πρέπει να κουβαλούν νερό και να μαγειρεύουν προτού ξεκινήσουν για το σχολείο και όταν επιστρέψουν το ίδιο.
Καθώς κάθομαι με το φίλο μου στο δωμάτιό του, άνθρωποι περνούν για λίγο ντροπαλά, και όλοι εκλιπαρούν για βιβλία. «Σας παρακαλούμε στείλτε μας βιβλία όταν επιστρέψετε στο Λονδίνο», λέει ένας άντρας. «Μας έμαθαν να διαβάζουμε αλλά δεν έχουμε κανένα βιβλίο». Όλοι όσοι γνώρισα, όλοι εκλιπαρούσαν για βιβλία.
Ήμουν εκεί κάποιες μέρες. Η σκόνη υψωνόταν. Οι αντλίες χάλασαν και οι γυναίκες έπρεπε να φέρνουν νερό από το ποτάμι. Άλλος ένας ιδεαλιστής δάσκαλος από την Αγγλία "αρρώστησε" αφότου είδε πώς έμοιαζε αυτό το «σχολείο».
Την τελευταία μέρα έσφαξαν την κατσίκα. Την έκοψαν σε κομμάτια και τη μαγείρεψαν σε ένα τεράστιο σκεύος. Αυτή ήταν η πολυαναμενόμενη γιορτή του τέλους της περιόδου: βραστή κατσίκα και πλιγούρι. Οδήγησα μακριά ενώ ήταν ακόμα σε εξέλιξη η γιορτή, πίσω στα καρβουνιασμένα απομεινάρια και στους κομμένους κορμούς του δάσους.
Δε νομίζω πολλοί μαθητές του σχολείου αυτού να πάρουν βραβεία.
Την επόμενη ημέρα επρόκειτο να γίνει μια συζήτηση σε ένα σχολείο στο βόρειο Λονδίνο, ένα πολύ καλό σχολείο, του οποίου το όνομα όλοι γνωρίζουμε. Είναι ένα σχολείο για αγόρια, με όμορφα κτίρια και κήπους.
Αυτά τα παιδιά εδώ δέχονται μία επίσκεψη τη βδομάδα από κάποιο πολύ γνωστό πρόσωπο, έτσι όπως έχουν τα πράγματα. Αυτό το πρόσωπο μπορεί να είναι ένας πατέρας, συγγενείς, ακόμα και μητέρες των μαθητών. Μια επίσκεψη από κάποια διασημότητα δεν είναι ασυνήθιστη γι’ αυτούς.
Καθώς τους μιλώ, το σχολείο μέσα στη σκόνη στη βορειοδυτική Ζιμπάμπουε είναι στο νου μου, και κοιτώ τα ήπια ανυπόμονα αγγλικά πρόσωπα μπροστά μου και προσπαθώ να τους πω για όσα είδα την περασμένη βδομάδα. Σχολικές τάξεις δίχως βιβλία, δίχως εγχειρίδια, ή ένα άτλαντα, ή ένα χάρτη καρφιτσωμένο στον τοίχο. Ένα σχολείο όπου οι δάσκαλοι ικετεύουν για να τους στείλουν βιβλία που να λένε πώς να διδάξουν, ενώ οι ίδιοι είναι μόλις δεκαοκτώ ή δεκαεννιά χρονών. Λέω σ’ αυτά τα αγόρια από την Αγγλία πώς όλοι εκλιπαρούσαν για βιβλία: «Σας παρακαλούμε στείλτε μας βιβλία». Είμαι σίγουρος ότι ο καθένας που έχει μιλήσει ποτέ σε κοινό θα ξέρει εκείνη τη στιγμή όταν τα πρόσωπα που σε κοιτούν είναι κενά. Οι ακροατές σου δεν μπορούν να ακούσουν αυτό που λες, δεν υπάρχουν εικόνες στο μυαλό τους που να μπορούν να τις ταιριάξουν με αυτά που τους λες- σ’ αυτή την περίπτωση ανήκει και η ιστορία ενός σχολείου που βρίσκεται σε σύννεφα σκόνης, όπου υπάρχει έλλειψη νερού, και όπου η ανταμοιβή για το τέλος της περιόδου είναι μια μόλις σκοτωμένη κατσίκα σε ένα μεγάλο μαγειρικό σκεύος.
Είναι στ’ αλήθεια τόσο πολύ δύσκολο γι’ αυτούς τους προνομιούχους μαθητές να φανταστούν τόση γυμνή ένδεια;
Κάνω ότι καλύτερο μπορώ. Είναι ευγενικοί.
Είμαι σίγουρη ότι μια μέρα κάποιοι από αυτούς θα κερδίσουν βραβεία.
Ύστερα, η συζήτηση τελειώνει. Έπειτα ρωτάω τους δασκάλους πώς είναι η βιβλιοθήκη, και αν οι μαθητές διαβάζουν. Σε αυτό το προνομιούχο σχολείο, ακούω ό,τι ακούω πάντα όταν πηγαίνω σε τέτοια σχολεία ή ακόμα και σε πανεπιστήμια.
«Ξέρετε πώς είναι», λέει ένας από τους δασκάλους. "Πολλά από τα αγόρια δεν έχουν διαβάσει ποτέ καθόλου, και η βιβλιοθήκη χρησιμοποιείται μόνο κατά το ήμισυ".
Ναι, όντως όλοι ξέρουμε πώς είναι. Όλοι μας.
Ζούμε σε ένα αποσπασματικό πολιτισμό, όπου οι βεβαιότητές μας ακόμα και πριν από μερικές δεκαετίες τίθενται υπό αμφισβήτηση και όπου είναι κοινό για άντρες και γυναίκες, που σπούδαζαν για χρόνια, να μην γνωρίζουν τίποτα για τον κόσμο, να μην έχουν διαβάσει τίποτα, να γνωρίζουν μόνο τη μια ειδικότητα ή την άλλη, για παράδειγμα, ηλεκτρονικούς υπολογιστές.
Αυτό που μας έχει συμβεί είναι μια εκπληκτική εφεύρεση – οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και το διαδίκτυο και η τηλεόραση. Είναι μια επανάσταση. Αυτή δεν είναι η πρώτη επανάσταση που έχει διαχειριστεί το ανθρώπινο γένος. Η επανάσταση της τυπογραφίας, που δε συνέβη σε μερικές δεκαετίες, αλλά διήρκησε πολύ περισσότερο, μεταμόρφωσε τις απόψεις μας και τον τρόπο που σκεφτόμαστε. Ένας παράτολμος κλήρος, που δεχτήκαμε ολοκληρωτικά, όπως κάνουμε πάντα, χωρίς να μας ρωτάνε. Τι θα μας συμβεί τώρα, με την εφεύρεση της τυπογραφίας; Με τον ίδιο τρόπο, δε σκεφτήκαμε ποτέ να ρωτήσουμε, πώς οι ζωές μας, ο τρόπος που σκεφτόμαστε, θα αλλάξουν με το διαδίκτυο, το οποίο έχει βάλει σε πειρασμό μια ολόκληρη γενιά με τους παραλογισμούς της έτσι ώστε και λογικοί άνθρωποι ομολογούν ότι μόλις πιαστούν στο αγκίστρι, είναι πολύ δύσκολο αν απελευθερωθούν, και συνειδητοποιούν ότι μια ολόκληρη μέρα έχει περάσει κάνοντας blogging, κα.
Πολύ πρόσφατα, ο οποιοσδήποτε με μια μέτρια μόρφωση σεβόταν τη μάθηση, την εκπαίδευση, και το μεγάλο μας λογοτεχνικό απόθεμα. Φυσικά, όλοι ξέρουμε ότι όταν ήμασταν σ’ αυτή την ευχάριστη κατάσταση, οι άνθρωποι προσποιούνταν ότι διαβάζουν, προσποιούνταν ότι σέβονται τη μάθηση. Αλλά είναι καταγεγραμμένο ότι οι εργαζόμενοι άντρες και γυναίκες είχαν λαχτάρα για τα βιβλία, και αυτό αποδεικνύεται από την ίδρυση από εργαζόμενους άντρες βιβλιοθηκών και ινστιτούτων, τα πανεπιστήμια του 18ου και 19ου αιώνα.
Το διάβασμα, τα βιβλία, κάποτε ήταν μέρος μιας γενικής εκπαίδευσης.
Οι μεγαλύτεροι άνθρωποι, όταν μιλούν σε νεότερους, πρέπει να καταλάβουν πόσο σημαντικό κομμάτι της εκπαίδευσης είναι το διάβασμα, γιατί οι νεότεροι γνωρίζουν πολλά λιγότερα. Και αν τα παιδιά δεν μπορούν να διαβάσουν, είναι γιατί δεν έχουν διαβάσει.
Όλοι γνωρίζουμε αυτή τη λυπηρή ιστορία.
Αλλά δε γνωρίζουμε το τέλος της. Σκεφτόμαστε το παλιό απόφθεγμα, "Το διάβασμα κάνει έναν άνθρωπο ολοκληρωμένο" - και καθώς ξεχνάμε τα ανέκδοτα που έχουν σχέση με την υπερφαγία - το διάβασμα κάνει μια γυναίκα και έναν άντρα πλήρεις από πληροφορίες, από ιστορία και από κάθε είδους γνώση.
Όμως εμείς στη Δύση δεν είμαστε οι μόνοι άνθρωποι στον κόσμο. Όχι πολύ καιρό πριν ένας φίλος που ήταν στη Ζιμπάμπουε μου είπε για ένα χωριό όπου οι άνθρωποι δεν είχαν φάει για τρεις μέρες, αλλά ακόμα μιλούσαν για βιβλία και πώς να τα αποκτήσουν, για την εκπαίδευση.
Ανήκω σε μια οργάνωση που ξεκίνησε με την πρόθεση να δίνει βιβλία στα χωριά. Υπήρχε μια ομάδα ανθρώπων που με μια άλλη οργάνωση είχαν ταξιδέψει στη Ζιμπάμπουε στα λαϊκά της στρώματα. Μου είπαν ότι τα χωριά, σε αντίθεση με αυτά που αναφέρονται, είναι γεμάτα με έξυπνους ανθρώπους, συνταξιοδοτημένους δάσκαλους, δάσκαλους σε άδεια, παιδιά σε διακοπές, ηλικιωμένους ανθρώπους. Εγώ η ίδια πλήρωσα για μια μικρή έρευνα για να ανακαλύψω τι θέλουν να διαβάζουν οι άνθρωποι στη Ζιμπάμπουε, και βρήκα τα αποτελέσματα να είναι ίδια με εκείνα μιας σουηδικής έρευνας που δεν γνώριζα. Οι άνθρωποι θέλουν να διαβάζουν τα ίδια βιβλία που εμείς στην Ευρώπη θέλουμε να διαβάζουμε - μυθιστορήματα κάθε είδους, επιστημονική φαντασία, ποίηση, αστυνομικές ιστορίες, θεατρικά έργα, και βιβλία "κάντο μόνος σου", όπως πώς να ανοίξεις ένα τραπεζικό λογαριασμό. Επίσης όλο το Shakespeare. Ένα πρόβλημα στο να βρίσκει κανείς βιβλία για χωρικούς είναι ότι δε γνωρίζουν τι είναι διαθέσιμο, έτσι μια σειρά βιβλίων, όπως το Mayor of Casterbridge, γίνεται δημοφιλές απλά γιατί τυχαίνει να βρίσκεται εκεί. Η Φάρμα των Ζώων, για προφανείς λόγους, είναι το πιο δημοφιλές από όλα τα μυθιστορήματα.
Η οργάνωσή μας βοηθήθηκε από την αρχή από τη Νορβηγία, κι έπειτα από τη Σουηδία. Χωρίς αυτού του τύπου την υποστήριξη οι προμήθειές μας σε βιβλία θα είχαν εξαντληθεί. Πήραμε βιβλία απ' όπου μπορούσαμε. Θυμηθείτε, ένα καλό χαρτόδετο βιβλίο από την Αγγλία κοστίζει όσο ενός μήνα μισθός στη Ζιμπάμπουε: αυτό ίσχυε πριν από την τρομακτική κυριαρχία του Mugabe. Τώρα με τον πληθωρισμό, θα κόστιζε κάμποσων χρόνων το μισθό. Αλλά έχοντας πάει ένα κουτί με βιβλία σε ένα χωριό - και θυμηθείτε υπάρχει τρομερή έλλειψη πετρελαίου - μπορώ να σας πω ότι το κουτί έγινε δεκτό με δάκρυα. Η βιβλιοθήκη μπορεί να ήταν μια σανίδα πάνω σε τούβλα κάτω από ένα δέντρο. Και μέσα σε μια βδομάδα θα δημιουργούσαν τάξεις γραφής και ανάγνωσης - με τους ανθρώπους που ξέρουν να διαβάζουν να διδάσκουν εκείνους που δεν μπορούν, μαθήματα ιθαγένειας - και σε ένα απομακρυσμένο χωριό, αφού δεν υπήρχαν μυθιστορήματα γραμμένα στη γλώσσα Tonga, κάποιοι τύποι έκατσαν να γράψουν μυθιστορήματα στην Tonga. Υπάρχουν έξι ή κάπου τόσες βασικές γλώσσες στη Ζιμπάμπουε και υπάρχουν μυθιστορήματα σε όλες: βία, αιμομιξίες, γεμάτα έγκλημα και φόνους.
Λέγεται ότι οι άνθρωποι έχουν τις κυβερνήσεις που τους αξίζουν, αλλά δε νομίζω ότι είναι αλήθεια για τη Ζιμπάμπουε. Και πρέπει να θυμηθούμε ότι αυτός ο σεβασμός και η δίψα για βιβλία προέρχεται, όχι από το καθεστώς του Mugabe, αλλά από αυτό πριν από αυτό, των λευκών. Είναι ένα εκπληκτικό φαινόμενο, αυτή η δίψα για βιβλία, και μπορεί να το δει κανείς παντού από την Κένυα μέχρι το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας.
Αυτό πιθανόν σχετίζεται με ένα γεγονός: Μεγάλωσα κυριολεκτικά σε μια καλύβα από λάσπη, αχυρένια. Αυτού του τύπου το σπίτι χτιζόταν πάντα, παντου υπάρχουν καλάμια και χόρτα, κατάλληλη λάσπη, κοντάρια για τοίχους. Η Σαξονική Αγγλία για παράδειγμα. Εκεί που μεγάλωσα είχε τέσσερα δωμάτια, το ένα δίπλα στο άλλο, και ήταν γεμάτα βιβλία. Όχι μόνο έπαιρναν βιβλία από την Αγγλία στην Αφρική, αλλά η μητέρα μου έκανε παραγγελία βιβλία με το ταχυδρομείο από την Αγγλία για τα παιδιά της. Βιβλία έφταναν σε μεγάλα τυλιγμένα με καφέ χαρτί πακέτα, και ήταν η χαρά της νιότης μου. Μια καλύβα από λάσπη, αλλά γεμάτη με βιβλία.
Ακόμα και σήμερα παίρνω γράμματα από ανθρώπους που ζουν σε ένα χωριό που μπορεί να μην έχει ούτε ηλεκτρικό ούτε πόσιμο νερό, όπως η οικογένειά μου στην πολυκαιρισμένη καλύβα μας από λάσπη. "Θα γίνω κι εγώ συγγραφέας", λένε, "γιατί έχω το ίδιο σπίτι που είχατε κι εσείς".
Αλλά εδώ είναι η δυσκολία, δεν είναι;
Το γράψιμο, οι συγγραφείς, δεν προέρχονται από σπίτια χωρίς βιβλία.
Υπάρχει ένα κενό. Εκεί είναι η δυσκολία.
Εξέταζα τους λόγους κάποιων από τους ανθρώπους που κέρδισαν πρόσφατα το Nobel. Για παράδειγμα ο υπέροχος Pamuk. Είπε ότι ο πατέρας του είχε 500 βιβλία. Το ταλέντο του δεν ήρθε από τον αέρα, είχε συνδεθεί με μια μεγάλη παράδοση.
Πάρτε για παράδειγμα το V.S.Naipaul. Αναφέρει ότι οι ινδικές Βέδες ήταν πάντα κοντά στη μνήμη της οικογένειάς του.
Ο πατέρας του τον ενθάρρυνε να γράφει, και όταν πήγε στην Αγγλία επισκέφτηκε τη Βρετανική Βιβλιοθήκη. Άρα ήταν κοντά στη μεγάλη παράδοση.
Για παράδειγμα ο John Coetzee. Όχι μόνο ήταν κοντά στη μεγάλη παράδοση, ήταν ο ίδιος η παράδοση: δίδαξε λογοτεχνία στο Cape Town. Και πόσο λυπάμαι που δε βρέθηκα ποτέ σε ένα από τα μαθήματά του, να διδαχτώ από αυτό το υπέροχα γενναίο, τολμηρό μυαλό.
Απαραίτητη προϋπόθεση για το γράψιμο, για τη λογοτεχνία, είναι να υπάρχει μια στενή επαφή με τις βιβλιοθήκες, με τα βιβλία, με την Παράδοση.
Έχω ένα φίλο από τη Ζιμπάμπουε, ένα μαύρο συγγραφέα. Δίδαξε στον εαυτό του να διαβάζει από ταμπέλες πάνω σε γυάλινα βαζάκια, και τις ταμπέλες πάνω στα διατηρημένα δοχεία φρούτων. Μεγάλωσε σε μια περιοχή που έχω περάσει με το αυτοκίνητο, μια περιοχή με ντόπιους μαύρους. Η γη είναι γεμάτη αμμοχάλικα και χαλίκια, όπου υπάρχουν χαμηλοί θάμνοι κατά διαστήματα. Οι καλύβες είναι φτωχές, και δε μοιάζουν σε τίποτα με τις καλοφροντισμένες καλύβες των πλουσίων. Ένα σχολείο-αλλά σαν αυτό που έχω ήδη περιγράψει. Βρήκε μια πεταμένη παιδική εγκυκλοπαίδεια σε ένα σωρό από σκουπίδια και διδάχτηκε από αυτήν.
Στην ανεξαρτησία το 1980 υπήρχε μια ομάδα καλών συγγραφέων στη Ζιμπάμπουε, στ' αλήθεια μια φωλιά με μελωδικά πουλιά. Ανατράφηκαν στη νότια Ροδεσία, υπό το κράτος των λευκών - τα αποστολικά σχολεία, τα καλύτερα σχολεία. Συγγραφείς δε γίνονται στη Ζιμπάμπουε. Όχι εύκολα, όχι υπό το καθεστώς του Mugabe.
Όλοι οι συγγραφείς ταξίδεψαν σε ένα δύσκολο δρόμο για την ανάγνωση και τη γραφή, πόσο μάλλον για να γίνουν συγγραφείς. Θα έλεγα ότι δεν είναι ασυνήθιστο να μάθει κανείς να διαβάζει από τις τυπωμένες ταμπέλες σε γυάλινα βαζάκια και από πεταμένες εγκυκλοπαίδειες. Και μιλάμε για ανθρώπους που διψούν για βασική εκπαίδευση, που ζουν σε καλύβες με πολλά παιδιά - μια πολυδουλεμένη μητέρα, ένας αγώνας για φαγητό και ένδυση.
Κι όμως παρ’ όλες αυτές τις δυσκολίες, υπήρξαν συγγραφείς. Και πρέπει επίσης να θυμηθούμε ότι αυτή ήταν η Ζιμπάμπουε, που είχε κατακτηθεί λιγότερο από 100 χρόνια πριν. Οι παππούδες αυτών των ανθρώπων μπορεί να ήταν παραμυθάδες δουλεύοντας την προφορική παράδοση.
Σε μια ή δύο γενιές ήταν η μετάβαση από τις από μνήμης ιστορίες και πέρασαν στα γραπτά, στα βιβλία. Τι επίτευγμα!
Βιβλία, ουσιαστικά τραβηγμένα από σωρούς σκουπιδιών και τα απομεινάρια του κόσμου των λευκών.
Αλλά ένα δεμάτι χαρτί είναι το ένα πράγμα, ένα δημοσιευμένο βιβλίο είναι κάπως διαφορετικό. Μου είχαν στείλει κάποιους απολογισμούς για το εκδοτικό σκηνικό στην Αφρική. Ακόμα και σε πιο προνομιούχα μέρη όπως στη Νότιο Αφρική, με τη διαφορετική της παράδοση, το να μιλάει κανείς για για εκδοτικό σκηνικό είναι ένα όνειρο πιθανοτήτων.
Να μαι εδώ να μιλώ για βιβλία που δε γράφτηκαν ποτέ, συγγραφείς που δεν τα κατάφεραν γιατί οι εκδότες δεν υπάρχουν. Φωνές που δεν ακούγονται. Είναι αδύνατο να υπολογίσει κανείς αυτή τη μεγάλη απώλεια ταλέντου, δυναμικού. Αλλά ακόμα και πριν από αυτό το στάδιο της δημιουργίας ενός βιβλίου που απαιτεί εκδότη, μια πρόοδο, μια ενθάρρυνση, υπάρχει και κάτι άλλο που λείπει.
Οι συγγραφείς συχνά ερωτώνται, Πώς γράφετε; Με επεξεργαστή κειμένου; με μια ηλεκτρική γραφομηχανή; με πένα; με το χέρι; Αλλά η βασική ερώτηση είναι, "Έχετε βρει ένα χώρο, εκείνο τον κενό χώρο, που θα έπρεπε να σας περιβάλλει όταν γράφετε;" Σε εκείνο το χώρο, που είναι σα να ακούς, να προσέχεις, θα έρθουν οι λέξεις, οι λέξεις που θα πουν οι χαρακτήρες σου, ιδέες - έμπνευση.
Αν ένας συγγραφέας δεν μπορεί να βρει αυτό το χώρο, τότε ποιήματα και ιστορίες
είναι θνησιγενή.
Όταν οι συγγραφείς μιλούν ο ένας στον άλλο, αυτό που συζητούν πάντα έχει να κάνει με αυτό το φαντασιακό χώρο, αυτό το διαφορετικό χρόνο. "Το έχεις βρει; Το κρατάς καλά;"
Ας πάμε τώρα σε ένα εμφανώς διαφορετικό σκηνικό.
Είμαστε στο Λονδίνο, μια από τις μεγάλες πόλεις. Είναι ένας νέος συγγραφέας. Με κυνισμό ρωτάμε, Είναι όμορφος; Αν αυτός είναι άντρας, είναι χαρισματικός; Αστειευόμαστε αλλά αυτό δεν είναι αστείο.
Αυτό το νέο εύρημα αποθεώνεται, και πιθανόν παίρνει πολλά χρήματα. Ο βόμβος των παπαράτσι ξεκινά στα φτωχά τους αφτιά. Επευφημούνται, επαινούνται, στον κόσμο. Εμείς οι παλιοί, που τα έχουμε δει όλα, τον λυπούμαστε το νεοφώτιστο, που δεν έχει ιδέα του τι συμβαίνει στ' αλήθεια.
Αυτός, αυτή κολακεύεται, ευχαριστιέται.
Αλλά ρωτήστε σε ένα χρόνο τι σκέφτεται αυτός ή αυτή - Τους έχω ακούσει: "Αυτό είναι το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να μου συμβεί", λένε.
Μερικοί νέοι συγγραφείς που έχουν εκδοθεί πολύ δεν έχουν ξαναγράψει, ή δεν έχουν γράψει αυτό που θα ήθελαν, αυτό που εννοούσαν.
Κι εμείς, οι μεγαλύτεροι, θέλουμε να ψιθυρίσουμε σε αυτά τα αθώα αυτιά. " Έχεις ακόμα το χώρο σου; Την ψυχή σου, το δικό σου απαραίτητο χώρο όπου μόνο οι δικές σου φωνές μπορούν να μιλάνε σε σένα, μόνο σε σένα, όπου μπορείς να ονειρεύεσαι. Ω, κρατήσου από αυτό, μην το αφήνεις να φύγει".
Ο νους μου είναι γεμάτος από υπέροχες αναμνήσεις από την Αφρική που μπορώ να τις αναβιώσω και να τις κοιτάξω όποτε θελήσω. Κι αυτά τα ηλιοβασιλέματα, χρυσαφιά και μωβ και πορτοκαλί, που απλώνονται σε ολόκληρο τον ουρανό το απόγευμα. Και οι πεταλούδες και οι πεταλουδίτσες της νύχτας και οι μέλισσες στους αρωματικούς θάμνους στην έρημο Kalahari; Ή, να κάθεται κανείς στις χλωμές χορταριασμένες όχθες του Zambesi, με το νερό να είναι σκοτεινό και λείο, και με όλα τα πουλιά της Αφρικής να ξεπετάγονται με ορμή. Ναι, ελέφαντες, καμηλοπαρδάλεις, λιοντάρια και όλα τα υπόλοιπα, υπήρχαν πολλά από αυτά, αλλά κι ο ουρανός τη νύχτα, ακόμη αμόλυντος, μαύρος και υπέροχος, γεμάτος με αεικίνητα άστρα.
Υπάρχουν κι άλλες αναμνήσεις όμως. Ένας νέος αφρικανός, 18 ετών ίσως, δακρυσμένος, να στέκεται σε αυτό που ελπίζει ότι θα γίνει η "βιβλιοθήκη" του. Ένας επισκέπτης Αμερικανός βλέποντας ότι δεν είχε βιβλία, του έστειλε ένα κιβώτιο με βιβλία. Ο νεαρός άντρας τα έβγαλε ένα ένα έξω, ευλαβικά, και τα τύλιξε με πλαστικό. "Όμως", λέμε, "αυτά τα βιβλία τα έστειλαν για να διαβαστούν, σίγουρα"; "Όχι", απαντάει, "θα βρωμίσουν, και που θα βρω άλλα;"
Αυτός ο νέος άντρας θέλει να του στείλουμε βιβλία από την Αγγλία για να τα χρησιμοποιήσει ως οδηγούς διδασκαλίας.
"Πήγα μόνο τέσσερα χρόνια στο μεγαλύτερο σχολείο", λέει, "αλλά ποτέ δε μου έμαθαν να διδάσκω".
Έχω δει ένα δάσκαλο σε ένα σχολείο όπου δεν υπήρχαν καθόλου εγχειρίδια, ούτε καν κιμωλία για το μαυροπίνακα. Δίδασκε την τάξη του από 6 έως 18 χρόνων μετακινώντας πέτρες στη σκόνη, τραγουδώντας "Δυο φορές το δύο..."και ούτω καθεξής. Έχω δει ένα κορίτσι, ίσως όχι παραπάνω από είκοσι ετών, χωρίς εγχειρίδια, βιβλία ασκήσεων, στυλό διαρκείας, την έχω δει να διδάσκει την αλφαβήτα ξύνοντας στη βρωμιά με ένα ραβδί, καθώς ο ήλιος έδυε και η σκόνη στροβιλιζόταν.
Είμαστε μάρτυρες αυτής της μεγάλης δίψας για μάθηση εδώ στην Αφρική, παντού στον Τρίτο Κόσμο, ή οτιδήποτε ονομάζουμε μέρη του κόσμου όπου οι γονείς ποθούν μια μόρφωση για τα παιδιά τους που θα τα βγάλει από τη φτώχεια.
Θα ήθελα να φανταστείτε τους εαυτούς σας κάπου στη νότιο Αφρική, να στέκεστε σε ένα ινδικό κατάστημα, σε μια φτωχή περιοχή, σε περίοδο με άσχημο αέρα. Υπάρχει ουρά με ανθρώπους, κυρίως γυναίκες, με κάθε είδους δοχείο για νερό. Αυτό το κατάστημα παίρνει πολύτιμο νερό κάθε απόγευμα από την πόλη, και οι άνθρωποι εδώ περιμένουν.
Ο Ινδός στέκεται με τις άκρες των χεριών του να πιέζουν τον πάγκο, και παρακολουθεί μια μαύρη γυναίκα , που λυγίζει πάνω από κομμάτια από χαρτί που μοιάζει σα να χουν σκιστεί από ένα βιβλίο. Διαβάζει την Άννα Καρένινα.
Διαβάζει αργά, φωνασκώντας τις λέξεις. Φαίνεται να είναι ένα δύσκολο βιβλίο. Αυτή είναι μια νεαρή γυναίκα με δυο παιδιά πιασμένα από τα πόδια της. Είναι έγκυος. Ο Ινδός είναι συντετριμμένος, γιατί της γυναίκας η μαντίλα, που θα έπρεπε να είναι λευκή, είναι κίτρινη από τη σκόνη. Υπάρχει σκόνη στο στήθος της και στα χέρια της. Αυτός ο άντρας είναι συντετριμμένος εξαιτίας της ουράς των ανθρώπων, και είναι όλοι διψασμένοι. Δεν έχει αρκετό νερό για όλους. Είναι θυμωμένος γιατί ξέρει πως υπάρχουν άνθρωποι που πεθαίνουν εκεί έξω, πέρα από τα σύννεφα της σκόνης. Ο μεγαλύτερος αδερφός του ήταν εδώ για να κρατάει το φρούριο, αλλά είπε ότι χρειαζόταν ένα διάλειμμα, είχε πάει στην πόλη, στ' αλήθεια αρκετά άρρωστος, εξαιτίας του αέρα.
Αυτός ο άντρας είναι περίεργος. Λέει στη νεαρή γυναίκα, "Τι διαβάζεις;"
"Είναι για τη Ρωσία", λέει το κορίτσι.
"Ξέρεις που είναι η Ρωσία;" Ούτε κι ο ίδιος ξέρει καλά- καλά.
Η νεαρή γυναίκα κοιτάζει κατευθείαν σ' αυτόν, γεμάτη αξιοπρέπεια, αν και τα μάτια της είναι κόκκινα από τη σκόνη, "Ήμουν η καλύτερη στην τάξη μου.
Ο δάσκαλός μου έλεγε ότι ήμουν η καλύτερη στην τάξη". Η νεαρή γυναίκα συνεχίζει το διάβασμά της. Θέλει να φτάσει στο τέλος της παραγράφου.
Ο Ινδός κοιτά τα δυο παιδιά και τους δίνει λίγη Fanta, αλλά η μητέρα λέει, "Η Fanta θα τα διψάσει ακόμα περισσότερο".
Ο Ινδός ξέρει ότι δε θα έπρεπε να το κάνει αυτό αλλά τεντώνεται κάτω προς τη μεγάλη πλαστική δεξαμενή, και γεμίζει δύο κούπες με νερό, και τις δίνει στα παιδιά. Παρατηρεί καθώς το κορίτσι βλέπει τα παιδιά της να πίνουν, το στόμα της κινείται. Της δίνει μια κούπα νερό. Πονάει να τη βλέπει να το πίνει, τόσο οδυνηρά διψασμένη είναι.
Τώρα του δίνει το δικό της πλαστικό δοχείο για νερό, το οποίο αυτός γεμίζει. Η νεαρή γυναίκα και τα παιδιά τον παρακολουθούν στενά για να βεβαιωθούν ότι δε θα χύσει καθόλου.
Διαβάζει ξανά το βιβλίο. Διαβάζει αργά. Η παράγραφος τη γοητεύει και τη διαβάζει ξανά.
"Η Βαρένκα, με το λευκό της μαντήλι στα μαύρα της μαλλιά, περιτριγυρισμένη από τα παιδιά και εύθυμα και καλοδιάθετα απασχολημένη μαζί τους, και την ίδια στιγμή εμφανώς ενθουσιασμένη από την πιθανότητα μιας πρότασης για γάμο από έναν άντρα για τον οποίο νοιαζόταν, έδειχνε πολύ ελκυστική. Ο Κοζνίσεφ περπάτησε δίπλα της και διαρκώς έριχνε ματιές θαυμασμού γι' αυτήν. Κοιτώντας την του έρχονταν όσα γνώριζε για εκείνη, και συνειδητοποιούσε όλο και περισσότερο ότι αυτό που ένοιωθε για κείνη ήταν κάτι σπάνιο, κάτι που δεν είχε νοιώσει παρά μονάχα μια φορά πριν, πολύ- πολύ καιρό, στα νιάτα του. Αυτή η χαρά του να βρίσκεται κοντά της μεγάλωνε ολοένα, και στο τέλος έφτασε σε τέτοιο σημείο που, καθώς έβαζε ένα μανιτάρι σημύδας με ένα λεπτό βλαστό και κατσαρωμένη κορυφή στο καλάθι της, την κοίταξε στα μάτια και, παρατηρώντας την έξαψη της χαράς και την αναταραχή από φόβο που απλωνόταν στο πρόσωπό της, ήταν και ο ίδιος μπερδεμένος, και σιωπηλά της χάρισε ένα χαμόγελο που έλεγε πολλά".
Αυτό το τυπωμένο κομμάτι βρίσκεται πάνω στον πάγκο, μαζί με κάποιες παλιές κόπιες από περιοδικά, μερικές σελίδες από εφημερίδες με φωτογραφίες κοριτσιών με μπικίνι.
Είναι ώρα για τη γυναίκα να φύγει από το καταφύγιο του Ινδικού καταστήματος, και να ξεκινήσει για τα τέσσερα μίλια προς το χωριό της. Έξω, οι γραμμές με γυναίκες στην αναμονή που φωνάζουν και περιμένουν. Αλλά ακόμα ο Ινδός χρονοτριβεί. Ξέρει τι θα κοστίσει στο κορίτσι αυτό - που θα επιστρέψει στο σπίτι, με τα δυο παιδιά προσκολλημένα πάνω της. Θα της έδινε το κομμάτι της πρόζας που τόσο τη γοήτευε, αλλά δεν μπορεί να πιστέψει στ' αλήθεια ότι αυτό το κορίτσι με τη μεγάλη κοιλιά μπορεί στ' αλήθεια να το καταλάβει.
Γιατί βρίσκεται λοιπόν το ένα τρίτο από την Άννα Καρένινα εδώ σ' αυτό τον πάγκο σε ένα απομακρυσμένο Ινδικό μαγαζί; Συνέβη κάπως έτσι.
Κάποιος ανώτερος επίσημος υπάλληλος, από τα Ηνωμένα Έθνη, όπως συμβαίνει, αγόρασε ένα αντίτυπο αυτού του μυθιστορήματος σε ένα βιβλιοπωλείο προτού ξεκινήσει το ταξίδι του για να διασχίσει μερικούς ωκεανούς και θάλασσες.
Στο αεροπλάνο, βολεμένος στη διακεκριμένη θέση, έσκισε το βιβλίο σε τρία μέρη. Κοίταξε γύρω τους συνεπιβάτες του καθώς το έκανε αυτό, γνωρίζοντας ότι θα αντίκριζε σοκαρισμένα βλέμματα,
περιέργειας, αλλά και κάποια ενθουσιασμού. Όταν βολεύτηκε, έδεσε τη ζώνη του, είπε δυνατά για όποιον θα μπορούσε ν' ακούσει. "Πάντα το κάνω αυτό όταν έχω ένα μεγάλο ταξίδι. Δε θέλεις να έχεις να κρατάς κάποιο βαρύ μεγάλο βιβλίο. Το μυθιστόρημα ήταν χαρτόδετο, αλλά, στ' αλήθεια, είναι ένα μεγάλο βιβλίο. Αυτός ο άνθρωπος έχει συνηθίσει να τον ακούνε οι άνθρωποι όταν ταξιδεύει. "Πάντα το κάνω αυτό όταν ταξιδεύω", είπε εμπιστευτικά. "Το να ταξιδεύει κανείς αυτές τις μέρες, είναι αρκετά δύσκολο". Και μόλις οι άνθρωποι κάθισαν, άνοιξε το κομμάτι του από την Άννα Καρένινα, και διάβασε. Όταν οι άνθρωποι κοίταζαν προς το μέρος του, με περιέργεια ή όχι, τους μιλούσε εμπιστευτικά. "Όχι, είναι στ' αλήθεια ο μόνος τρόπος να ταξιδεύει κανείς". Ήξερε το μυθιστόρημα, του άρεσε, και αυτός ο πρωτότυπος τρόπος να διαβάζει κανείς προσέθετε μια γεύση πικάντικη γι' αυτό που στην τελική ανάλυση ήταν ένα πολύ γνωστό βιβλίο.
Όταν έφτανε στο τέλος ενός κομματιού από το βιβλίο, φώναζε την αεροσυνοδό, και έστελνε τα κεφάλαια πίσω στη γραμματέα του, που ταξίδευε στις φθηνότερες θέσεις. Αυτό προκάλεσε πολύ ενδιαφέρον, καταδίκη, σίγουρα περιέργεια, κάθε φορά που κάποιο κομμάτι από το μεγάλο ρώσικο μυθιστόρημα έφτανε, ακρωτηριασμένο αλλά ευανάγνωστο, στο πίσω μέρος του αεροπλάνου. Γενικά, αυτός ο έξυπνος τρόπος να διαβάζει κανείς την Άννα Καρένινα εντυπωσιάζει, και πιθανόν κανείς απο κει δε θα το ξεχάσει.
Εντωμεταξύ, στο Ινδικό μαγαζί, η γυναίκα κρατιέται από τον πάγκο, και τα μικρά της παιδιά γραπώνονται από τη φούστα της. Φοράει τζιν, αφού είναι μοντέρνα γυναίκα, αλλά πάνω απ' αυτό έχει βάλει μια βαριά μάλλινη φούστα, που είναι κομμάτι από το παραδοσιακό φόρεμα της φυλής της: τα παιδιά της μπορούν εύκολα να πιαστούν από τις χοντρές πιέτες της.
Ρίχνει ένα βλέμμα ευγνωμοσύνης στον Ινδό, που ήξερε ότι του άρεσε κι ότι τη λυπόταν, και βγαίνει έξω, στα σύννεφα που στροβιλίζονται.
Τα παιδιά έχουν σταματήσει να κλαίνε, και ο λαιμός τους είναι γεμάτος με σκόνη.
Αυτό ήταν σκληρό, ω ναι, ήταν σκληρό, αυτή η εντατικοποίηση, το ένα πόδι μετά το άλλο, μέσα από τη σκόνη που ήταν μαζεμένη σε μαλακά απατηλά αναχώματα κάτω από τα πόδια της. Σκληρό αλλά ήταν συνηθισμένη στη σκληρή ζωή, δεν ήταν; Το μυαλό της ήταν στην ιστορία που διάβαζε. Σκεφτόταν, Είναι σαν εμένα, εκείνο το κορίτσι από τη Ρωσία. Και ο άντρας εκεί, την αγαπάει και θα της ζητήσει να τον παντρευτεί. Δεν είχε τελειώσει παραπάνω από μια παράγραφο. Ναι, σκέφτεται, ένας άντρας θα έρθει για μένα, και θα με πάρει μακριά απ' όλα αυτά, θα πάρει εμένα και τα παιδιά, ναι, θα με αγαπάει και θα με φροντίζει.
Προχωράει. Το δοχείο με το νερό είναι βαρύ στους ώμους της. Προχωράει. Τα παιδιά ακούνε το νερό να χτυπάει μέσα στο δοχείο. Στα μισά του δρόμου σταματάει, βάζει κάτω το δοχείο.
Τα παιδιά της κλαψουρίζουν και το ακουμπούν. Σκέφτεται ότι δεν μπορεί να το ανοίξει, γιατί η σκόνη θα έμπαινε μέσα. Δεν υπάρχει περίπτωση να άνοιγε το δοχείο ώσπου να φτάσει σπίτι.
"Περιμένετε", λέει στα παιδιά, "περιμένετε".
Πρέπει να συγκεντρωθεί και να συνεχίσει.
Σκέφτεται, ο δάσκαλός μου, είπε ότι υπάρχει μια βιβλιοθήκη, μεγαλύτερη κι από το supermarket, ένα μεγάλο κτίριο και είναι γεμάτο με βιβλία. Η νεαρή γυναίκα χαμογελάει καθώς προχωράει, και η σκόνη φυσάει μέσα στο πρόσωπό της. Είμαι έξυπνη, σκέφτεται. Ο δάσκαλος είπε ότι είμαι έξυπνη. Η εξυπνότερη στο σχολείο - είπε ότι είμαι. Τα παιδιά μου θα είναι έξυπνα, σαν εμένα. Θα τα πάω στη βιβλιοθήκη, και θα πάνε στο σχολείο, και θα γίνουν δάσκαλοι - ο δάσκαλός μου μου είπε ότι θα μπορούσα να γίνω δασκάλα. Τα παιδιά μου θα ζήσουν μακριά από δω, και θα κερδίζουν λεφτά. Θα ζουν κοντά στη μεγάλη βιβλιοθήκη και θα απολαμβάνουν μια καλή ζωή.
Μπορεί να ρωτήσετε πώς αυτό το κομμάτι του ρώσικου μυθιστορήματος κατέληξε σε εκείνο τον πάγκο στο Ινδικό μαγαζί;
Θα έκανε μια όμορφη ιστορία. Ίσως κάποιος να την αφηγηθεί.
Συνεχίζει εκείνο το φτωχό κορίτσι, κρατημένη όρθια από τις σκέψεις του να δίνει νερό μόλις φτάσει σπίτι, και να πιει λίγο κι εκείνη. Προχωράει μέσα από την επίφοβη σκόνη του Αφρικάνικου αέρα.
Είμαστε ένας βαριεστημένος κλήρος, εμείς στον απειλούμενο κόσμο μας. Είμαστε καλοί για ειρωνεία ακόμα και για κυνισμό. Μερικές λέξεις και ιδέες σπάνια τις χρησιμοποιούμε, τόσο τετριμμένες έχουν γίνει. Αλλά μπορεί να έχουμε αποκαταστήσει κάποιες λέξεις αλλά έχουμε χάσει τη δύναμή τους.
Έχουμε ένα θησαυροφυλάκιο λογοτεχνίας, πηγαίνοντας πίσω στους Αιγυπτίους, στους Έλληνες, στους Ρωμαίους. Είναι όλα εκεί, αυτός ο πλούτος της λογοτεχνίας, για να ανακαλυφθεί ξανά και ξανά από οποιονδήποτε είναι αρκετά τυχερός ώστε να τον συναντήσει. Ένας θησαυρός. Ας υποθέσουμε ότι δεν υπήρχε. Πόσο φτωχότεροι, πόσο πιο κενοί θα ήμασταν.
Κατέχουμε μια παρακαταθήκη γλωσσών, ποιημάτων, ιστοριών, τα οποία δε θα εξαντληθούν ποτέ. Είναι εκεί για πάντα.
Έχουμε ένα κληροδότημα ιστοριών, παραμυθιών από τους παλιούς παραμυθάδες, που κάποιων τα ονόματα τα γνωρίζουμε, αλλά άλλων όχι. Οι παραμυθάδες πάνε όλο και πιο πίσω, σε ένα ξέφωτο στο δάσος όπου μια μεγάλη φωτιά καίει, και οι παλιοί σαμάνοι χορεύουν και τραγουδούν, γιατί η κληρονομιά μας των ιστοριών ξεκίνησε στη φωτιά, στη μαγεία, στον κόσμο των πνευμάτων. Κι εκεί κρατιέται, σήμερα.
Ρωτήστε οποιονδήποτε σύγχρονο αφηγητή και θα πουν ότι υπάρχει πάντα μια στιγμή όπου συνδέονται με τη φωτιά, με αυτό που λέμε έμπνευση, και αυτό πάει όλο και πιο πίσω στο ξεκίνημα της φυλής μας, στα μεγάλα ρεύματα που μας διαμόρφωσαν εμάς και τον κόσμο.
Ο αφηγητής βρίσκεται βαθιά μέσα στον καθένα από μας. Αυτός που φτιάχνει ιστορίες είναι πάντα μαζί μας. Ας πούμε ότι ο κόσμος μας καταστρέφεται από ένα πόλεμο, από τη φρίκη που όλοι μας πολύ εύκολα μπορούμε να φανταστούμε. Ας υποθέσουμε ότι πλημμύρες κατακλύζουν τις πόλεις, οι θάλασσες υψώνονται. Όμως ο αφηγητής θα είναι εκεί, γιατί η φαντασία μας μας διαμορφώνει, μας κρατάει, μας πλάθει - για καλό και για κακό. Οι ιστορίες είναι που θα μας ψυχαγωγήσουν, όταν είμαστε τσακισμένοι, πληγωμένοι ακόμα και κατεστραμμένοι. Είναι ο αφηγητής - ο ονειροπλάστης, ο μυθοπλάστης, που είναι ο Φοίνικάς που αντιπροσωπεύει εμάς στα καλύτερά μας, και στα πιο δημιουργικά μας.
Εκείνο το φτωχό κορίτσι που βάδιζε με κόπο μέσα στη σκόνη, και ονειρευόταν μια μόρφωση για τα παιδιά της, νομίζουμε ότι είμαστε καλύτεροι από εκείνη - εμείς, παραγεμισμένοι με φαγητό, ντουλάπια γεμάτα ρούχα, καταπνιγμένοι από όλα αυτά τα περιττά;
Νομίζω ότι είναι εκείνο το κορίτσι, και οι γυναίκες που συζητούσαν για βιβλία και για μια εκπαίδευση όταν δεν είχαν φάει για τρεις μέρες, που μπορεί ακόμη να μας καθορίσουν.